είναι η αναζήτηση του «Πόνου του ανθρώπου και των πραμάτων»
Ένα παραμυθάκι…
Η ζωή λένε κάποιοι
μπορεί να είναι σαν παραμύθι. Όταν εδώ και χρόνια αποφάσισα να σπουδάσω
αρχαιολογία, δεν ήξερα καν αν η αρχαιολογία έχει διαφορετικό τμήμα ή είναι μια
απλή ειδικότητα ενταγμένη σε μια σχολή. Δεν υπήρχε καν ο Ιντιάνα Τζόουνς τότε να
με διαφωτίσει. «Αλήθεια παιδάκι μου γιατί
αυτό;», μου ‘λεγε απορώντας η μητέρα μου. Απαντούσα ότι «μ’ αρέσει να μαθαίνω την ιστορία του
ανθρώπου, τα ήθη του, τις συνήθειές του, τις δραστηριότητες του, τη τέχνη».
Περίπλοκο μου φαίνονταν, αλλά ήταν αλήθεια τότε ένα παραμύθι για μένα.
Όταν πέρασα
στο Πανεπιστήμιο πανευτυχής
επεδίωξα να μάθω όσα περισσότερα
γίνονταν. Δεν το ‘κανα πάντα με τον δέοντα τρόπο. Τη μια είχα αμφιβολίες για
κείνο, την άλλη είχα αμφιβολίες για το άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν να ‘ρθω σε
σύγκρουση με καθηγητές που είχαν αναμφιβόλως κύρος και επιστημονική υπόσταση,
αλλά εγώ είναι αλήθεια δε μπορούσα να μείνω στ’ αληθινά πλούσια βιογραφικά τους.
Δε μου ‘φτανε! Σιγά-σιγά άρχισα ν’
αμφιβάλλω για τα πάντα. Ξεκινούσε για παράδειγμα εν ώρα μαθήματος η περιγραφή
ενός γλυπτού και όταν έφθανα στο πρόσωπο, χρησιμοποιούσα επίτηδες τη λέξη
«μάτι» αντί του συνηθισμένου καθ’ ημάς «οφθαλμού». Έξαλλη η καθηγήτρια με
διόρθωνε. Εγώ επέμενα προσαρμόζοντας κατά το δοκούν την παροιμία
βροντοφωνάζοντας. «Καλύτερα να μου βγει
τ’ όνομα παρά το μάτι που το χρειάζομαι κιόλας». Όταν μου ‘λεγαν ότι τα βυζαντινά δεν είναι τίποτε,
εγώ ξεκοκάλιζα τα βυζαντινά βιβλία, έως και τα χειρόγραφα του Κοκκινόβαφου
διάβαζα. Όταν θεωρητικολογούσαν οι προϊστορικοί, γυρνούσα το μάτι μου καρφωμένο
στη κλασική αρχαιολογία και θαύμαζα τα αγγεία και γλυπτά. Όταν οι κλασικοί θεωρούσαν την ειδικότητά τους το επίκεντρο, τότε μ’ άρεσαν μόνο τα θεωρητικά των προϊστορικών.
Όταν όλοι τους εν χωρώ πίστευαν και μας το ‘δειχναν, ότι η αρχαιολογία είναι το άπαν, τότε με
περίσσιο θράσος στις υποσημειώσεις των εργασιών μου παρέπεμπα σε Μαρξ , Έγκελς,
Φρόυντ, Καστοριάδη, Αλτουσέρ, Καμύ, Έσσε, ακόμα και σε ποιητές όπως ο Ρεμπώ, ο Καρυωτάκης.
κ.αλ. Θυμάμαι αμυδρά ότι για να
περιγράψω σε μια εργασία τον ταφικό αμφορέα του Διπύλου και την παράσταση της εκφοράς
του νεκρού, μου ήρθαν αυτομάτως στο μυαλό οι στίχοι του Καρυωτάκη από το
ποίημα «η νύχτα» ..Καθημερνών χαμώνε
κοιμητήρι/το πάρκον ανατρίχιασε/ την ώρα που ο νεκρός κάποιος εκίνησε/ να πάει
στη χλόη να γείρει…/ το έβαλα αμέσως
στην υποσημείωση: Κ.Καρυωτάκης , «η Νύχτα» Πόνος των ανθρώπου και των πραμάτων.
Έγινε χαμός! Έπρεπε να εξηγήσω τη
συμπεριφορά μου « Γιατί αυτές οι
παραπομπές , οι οποίες αντίκεινται στη συγγραφή μια αρχαιολογικής εργασίας;»
Η απάντησή μου ήταν σιβυλλική. «Όποιος
κατανοεί ποίηση, κατανοεί και τον άνθρωπο. Αν η αρχαιολογία ασχολείται με τον
άνθρωπο τότε σωστά χρησιμοποίησα τις παραπομπές αυτές» Όπως
αντιλαμβάνεστε το όνομα μου είχε ήδη
βγει και κατοχυρωθεί.
Όμως από εκείνο το σημείο και μετά κατάλαβα ότι ως
μελλοντικός αρχαιολόγος θ’ ασχοληθώ με «τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων».
Μ’ αυτά και μ΄ αυτά έφτασα να υπηρετώ σε
μια Εφορεία αρχαιοτήτων. Στην αρχή σωστικές ανασκαφές, πλύσιμο κεραμεικής,
καταγραφές, ακόμη και σκάψιμο για να βρω «τον πόνο» που λέγαμε και πιο πάνω. Με
το πέρασμα των χρόνων, ανάμεσα από μια στοίβα οικοδομικές υποθέσεις, έγγραφα,
πιστώσεις, προκυρήξεις, ετήσιο προγραμματισμό, μελέτες Περιβαλοντικών
επιπτώσεων Γ΄ΚΠΣ, ΕΣΠΑ, κλπ, όλα αυτά που
όλοι τα γνωρίζετε, σήκωσα λοιπόν μια
μέρα το κεφάλι μου, βλέποντας τους συναδέλφους μου να πήζουν, και τότε
επέστρεψε καλπάζοντας στο μυαλό μου και μειδιώντας
διθυραμβικά ο Καρυωτάκης.
«Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και
τελειώνουν/σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία./Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία /κι
ο θάνατος που τους ανανεώνουν./Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν/αθώα λευκά
χαρτιά χωρίς αιτία. /"Συν τη παρούση αλληλογραφία/έχομεν την
τιμήν..." διαβεβαιώνουν. /Και μοναχά η τιμή τους απομένει, όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,/το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι. /...Παίρνουν
κάστανα σκέφτονται τους νόμους, /σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους /σηκώνοντας
οι υπάλληλοι, οι καημένοι...»
Ξαφνικά
λοιπόν η αρχαιολογία χωρίς να το καταλάβω/ουμε μετατράπηκε
σε αναζήτηση μόνο πραγμάτων. Αυτό
μας ζητούσαν άλλωστε ως κυρίαρχη πολιτεία! Ν΄αφήσουμε την αναζήτηση του πόνου
του ανθρώπου και να στοχοποιήσουμε ή να στοχοθετήσουμε, στα πράγματα. Οι νόμοι
που τους διέπουν, οι αλήθειες που συσχετίζονται αναλόγως προς τις διαθέσεις της
εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και μιας πολιτικής,
που τόσο καιρό παραμένει εμμονικά η ίδια. Ξαφνικά περάσαμε ως κλάδος από την
αναζήτηση των νόμων, στη στατιστική και στη τήρηση του ωραρίου. Μας καλούν ν’
αφήσουμε την ουσία. Η πολιτεία έμπειρη διέγνωσε την ελαφρότητα και την
ευλυγισία κάποιων από μας, και είπε να προσθέσει
στους ώμους μας, την μεταξύ μας ανταγωνιστικότητα, το χαφιεδισμό, την
αυτοϊκανοποίηση ότι ο καθένας μας είναι
καλύτερος από το διπλανό του και επομένως μπορεί να είναι αυτός που δε θα απολυθεί,
δε θα βγει σε διαθεσιμότητα, σε κινητικότητα, σε αποχώρηση, τον τεχνοκρατικισμό,
την ειδίκευση- την αρχή του επαΐοντος.
Ξαφνικά, αλλά δεν είναι καθόλου ξαφνικά, ζούμε σ΄ έναν παρατεταμένο πόνο. Μόνο που δεν
είναι ανθρώπινος, αλλά κτηνώδης. Δεν είναι ο πόνος που ψάχναμε. Είναι ο πόνος που μας βρήκε πισώπλατα και πρέπει παρ’ όλα αυτά να πολεμήσουμε.
Χρειάζεται ο καθένας μας να παλέψει με τον εαυτό του, με τις επικρατούσες
νοοτροπίες στην υπηρεσία του, στη κοινωνία. Αν συμπληρώνουμε αβίαστα, επειδή
έτσι έχουμε συνηθίσει να κάνουμε, το ένα
έγγραφο πίσω απ’ τ’ άλλο σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, τότε εύκολα
κινδυνεύουμε να είμαστε εμείς το μακρύ χέρι
μιας πολιτικής που καταστρέφει
τον πολιτισμό και την αρχαιολογία. Η δράση μας πρέπει να μετουσιωθεί σε
ουσιαστικές πράξεις αντίστασης. Ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποιες θα ναι αυτές.
Καλούμαστε να επανέλθουμε στην αναζήτηση του «πόνου του ανθρώπου και των
πραμάτων» ως «το μόνο της ζωής μας ταξείδιον» για να συνεχίσουμε το παραμύθι
μας.
© Επιμελητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου